-
1 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
2 кур'совой
кур'сов||ойприл1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:\кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·2. (учебный):\кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή. -
3 Desert
v. trans.Quit: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, ἀπολείπειν, ἐκλείπειν, προλείπειν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, ἀποστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προιέναι (or mid.).Leave empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.Desert one's post: P. τάξιν λείπειν, V. τάξιν ἐρημοῦν.V. intrans. Run away: Ar. and P. αὐτομολεῖν, ἀποδιδράσκειν, P. ἀπαυτομολεῖν.Desert to, go over to ( an enemy): P. μεθίστασθαι παρὰ (acc.) (Thuc. 1, 107).——————adj.P. and V. ἐρῆμος.——————subs.P. and V. ἐρημία, ἡ.——————subs.What one deserves: use P. and V. ἀξία, ἡ.Meet one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχάνειν ἀξίων or τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς αξίας τυγχάνειν.Beyond one's deserts: P. παρὰ τὴν ἀξίαν, P. and V. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν.According to one's deserts: P. and V. κατʼ ἀξίαν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desert
-
4 Justice
subs.P. and V. τὸ δίκαιον, θέμις, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).Justice personified: V. Δίκη, ἡ.Legal justice: P. and V. δίκη, ἡ.Equity: P. ἐπιείκεια, ἡ, V. τοὐπιεικές.Bring to justice: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν, V. πρὸς τὴν δίκην ἄγειν.Do justice to (met., describe adequately): P. ἐφικνεῖσθαι (gen.), τῷ λόγῳ ἐφικνεῖσθαι (gen.).Have justice done to one, get one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχάνειν ἀξίων, τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς ἀξίας τυγχάνειν.——————Δίκη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Justice
См. также в других словарях:
αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
λογοτεχνία — Η ενασχόληση με τον έντεχνο λόγο καθώς και το σύνολο των γραπτών κειμένων της γλώσσας μιας χώρας, μιας εποχής (ή και ευρύτερων συνόλων) που έχουν συνταχθεί με πρόθεση τη δημιουργία αισθητικών αξιών – ή ακόμα και χωρίς πρόθεση, φτάνουν κάποτε σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σέλερ, Μαξ — (Scheler). Γερμανός φιλόσοφος (Μόναχο 1874 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1928). Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου, της Κολωνίας και της Φρανκφούρτης, και ήταν οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, του οποίου χρησιμοποίησε τα… … Dictionary of Greek
Χάρτμαν, Νικολάι — (Hartman, Ρίγα, Λιθουανία 1882 – Γκέτινγκεν 1950). Γερμανός φιλόσοφος. Η φιλοσοφία του προσπαθεί να δώσει μια συστηματική παρουσίαση της ιδιαίτερης δομής του είναι, δηλαδή την περιγραφή των περιοχών του υπάρχοντος και των κατηγοριών του. Το… … Dictionary of Greek